- πέμψω
- πέμπωsendaor subj act 1st sgπέμπωsendaor ind mid 2nd sg (epic ionic)πέμπωsendfut ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμψῶ — πέμπω send fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαχή — ἡ (Α ἰαχή) [ιάχω] βοή, κραυγή, αλαλαγμός αρχ. κραυγή χαράς («πέμψω πολύδακρυν ἰαχὰν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
συνεκκλέπτω — Α 1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.) 2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»] … Dictionary of Greek